- παραδειγμάτισον
- παραδειγματίζωmake an example ofaor imperat act 2nd sgπαραδειγματίζωmake an example ofaor imperat act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραδειγματίζω — ΝΑ [παράδειγμα] 1. προβάλλω κάτι προηγούμενο ως παράδειγμα («λαβὲ πάντας τοὺς ἀρχηγοὺς τοῡ λαοῡ καὶ παραδειγμάτισον αὐτοῡς κυρίῳ», ΠΔ) 2. καθιστώ κάτι κατανοητό με παράδειγμα, καταδεικνύω κάτι με παράδειγμα 3. διδάσκω κάποιον δίνοντάς του… … Dictionary of Greek